ρητορικά σχήματα

ρητορικά σχήματα
Καθιερωμένοι τύποι όχι κοινών γλωσσικών εκφράσεων, που έχουν σκοπό να καλλωπίζουν τον λόγο. Ως τεχνική του ωραίου γραψίματος, η ρ. διέκρινε το αντικείμενό της σε δυο χωριστές σφαίρες: την επινόηση, δηλαδή την εκλογή και τη διαδοχική σειρά των θεμάτων, στο έργο που πρόκειται να γραφεί, και την ευγλωττία (ή ρητορεία), δηλαδή τη γλωσσική έκφραση, τους κανόνες του ύφους. Στην κλασική ρ., αναγκαία προϋπόθεση της ομορφιάς του ύφους είναι η σαφήνεια. Αλλά η σαφήνεια από μόνη της δεν αρκεί για να καταστήσει ένα ύφος κομψό· για τον σκοπό αυτό χρειάζονται καλολογικά στοιχεία, πρέπει δηλαδή να πρεμβάλλονται στον λόγο όχι κοινές γλωσσικές εκφράσεις, που να απομακρύνονται –πάντα βέβαια μέσα στα μέτρα του «επιτρεπτού», για να μην παραφορτώνουν το ύφος· από την καθημερινή γλώσσα. Για λόγους συντομίας η παραδοσιακή ρ. επιτελεί μια ταξινόμηση των αναρίθμητων γλωσσικών εκφράσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διακοσμητικά στοιχεία, και τις κατατάσσει σε κατηγορίες. Και σε αυτές τις κατηγορίες ακριβώς δίνεται το όνομα του «ρητορικού σχήματος», που πρώτοι το χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες ρήτορες. Από τον 1o αι. π.X. συνηθιζόταν η διάκριση των ρητορικών σχημάτων σε «τρόπους» και σε κυρίως «σχήματα» (η πρώτη μαρτυρία βρίσκεται στον Βρούτο του Κικέρωνα, 46 π.Χ.). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για διάκριση όχι πολύ σαφή και διαπιστώνονται πολλές διαφωνίες μεταξύ των ρητόρων όταν πρόκειται να δοθεί στα διάφορα ρητορικά σχήματα ο ένας ή ο άλλος χαρακτηρισμός: γενικά μπορεί να λεχθεί ότι τρόποι θωρούνται τα ρητορικά εκείνα σχήματα, που συνίστανται σε αληθινές παρεκκλίσεις από την κανονική γλωσσική χρησιμοποίηση μιας λέξης (π.χ. η μεταφορά, η αντονομασία, το υπερβατό, η μετωνυμία). Άλλη υποδιαίρεση, εξίσου ελάχιστα σαφής και ταλαντευόμενη, είναι η διάκριση σε σχήματα λόγου και σχήματα σκέψης: τα πρώτα θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν από τη δυνατότητα να παραλειφθούν χωρίς να αλλοιωθεί με αυτό το νόημα της φράσης. Αλλά και όταν περιέπεσε σε ανυποληψία η παραδοσιακή Ρ., τα ρητορικά σχήματα, ως κατηγορίες ταξινόμησης των γλωσσικών εκφράσεων, έμειναν: εκτός από τον σκοπό της συστηματοποίησης με τον οποίο τα χρησιμοποίησε η αρχαία κριτική, μπορούν να χρησιμοποιηθούν επωφελώς, για περιγραφικούς σκοπούς, από τη νεότερη κριτική του ύφους. Όταν, π.χ., λέγεται ότι το ύφος του Μακιαβέλι είναι πλούσιο σε ανακόλουθα, χρησιμοποιείται απλώς για περιγραφικό και ιστορικό σκοπό, ένα ρητορικό σχήμα που δημιούργησε η αρχαία σκέψη με σκοπούς κανονιστικούς. Εκτός από τα ρητορικά σχήματα που αναφέρθηκαν ήδη, είναι επίσης γνωστά τα: αλληγορία*, αναστροφή, αντίθεση, αποστροφή, ασύνδετο, κατάχρηση, έλλειψη, επίθετο, υπαλλαγή, υπερβολή, επανάληψη, λιτότητα, ονοματοποιία, παράφραση, παρωνομασία, περίφραση, πλεονασμός, πολυσύνδετο, ομοιοτέλευτο, συνωνυμία, υπερβατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αντονομάζω — ἀντονομάζω (AM) μεταχειρίζομαι αντωνυμία αρχ. 1. δίνω νέο όνομα σε κάτι, μετονομάζω 2. χρησιμοποιώ στον λόγο αντονομασίες ή ρητορικά σχήματα …   Dictionary of Greek

  • ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… …   Dictionary of Greek

  • διάνθιση — η (Α διάνθισις) [διανθίζω] 1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη 2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα …   Dictionary of Greek

  • διανθίζω — (AM διανθίζω) 1. ανθοστολίζω, διακοσμώ με άνθη 2. διακοσμώ με κεντήματα, δαντέλες ή πολύτιμους λίθους 3. εμπλουτίζω τον λόγο με εντυπωσιακές εκφράσεις, ρητορικά σχήματα ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς, γνωμικά, παροιμίες κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κομμώ — (I) κομμώ, οῡς, ἡ (Α) η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα τής Αθηνάς στην Ακρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ τού κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. ώ (πρβλ. βριμ ώ, πειθ ώ). Το διπλό μμ οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό]. (II) (Α κομμῶ, όω) [κομμώ (Ι)]… …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”